πόντα

πόντα
η простуда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πόντα" в других словарях:

  • πόντα — (I) η, Ν μικρό κυλινδρικό στέλεχος που καταλήγει σε ακίδα και χρησιμοποιείται για το σημάδεμα, το λεγόμενο ποντάρισμα, τής θέσης στην οποία πρέπει να διατρηθεί ή να υποστεί κατεργασία με τον τόρνο ένα μεταλλικό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

  • Ρίο ντε Tζανέιρο — I (Rio de Janeiro). Ομόσπονδη Πολιτεία της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και στα Ν και συνορεύει με το Εσπίριτου Σάντου στα ΒΑ, τη Μίνα Ζεράις στα Β και το Σαν Πάουλο στα ΝΔ. Έχει έκταση 43.653 τ. χλμ. ·… …   Dictionary of Greek

  • наносимыи — (14) прич. страд. наст. Наносимый, причиняемый кому л.: наносима˫а ти зла˫а прѣтерпети. ПрЛ XIII, 55г; не боретсѧ... но терпить наносима˫а всѧ (ὑπομένων φέρει ποντα) ФСт XIV, 155в; понеже ѹбо ѿ васъ наносима˫а на ны см҃рть... възлюблена ѥсть намъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • око — О|КО 1 (1100), ЧЕСЕ, дв. ОЧИ|, Ю с. Око, глаз: Око лѹкаво завидьливо || о хлѣбѣ. и скѹ дь но на трѧпезѣ своѥи. (ὀφϑαλμός) Изб 1076, 165–165 об.; плачь и сльзы изъ очию испѹщаахѹ. ЖФП XII, 63г; Борисъ… тѣлъмь б˫аше красьнъ… очима добраама веселъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ороматъ — ОРОМАТ|Ъ (1*), А с. ἄρωμα, ατος Благовоние: и вонѣ муръ твоихъ паче всѣхъ ѡроматъ. муро изли˫ано им˫а твоѥ. (ὑπὲρ ποντα τὰ ἀρώματα) СбТр XII/XIII, 108. Ср. ароматъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подвижемыи — (10) прич. страд. наст. 1.Направленный, посланный, устремленный. Перен.: нѣка˫а жена… повѣдаше бо сѧ изыного града пришедши. ˫ако ѿ б҃а подвижема. ЧтБГ к. XI сп. XIV2, 112г; подвижема˫а средн. мн. в роли с.: рекъ бж(с)твныи ап(с)лъ. ˫ако ихъже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μαδέρα — (Madeira). Συστάδα ηφαιστειογενών νησιών (794 τ. χλμ., 253.482 κάτ. το 2001) στον Ατλαντικό ωκεανό, που ανήκουν διοικητικά στην Πορτογαλία, της οποίας αποτελούν το ομώνυμο διοικητικό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την πόλη Φουνσάλ (115.403 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • ποντάρω — και ποντάρω, Ν 1. (σε τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί 2. υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι («σ αυτόν μην ποντάρεις, γιατί θα σέ ρίξει έξω») 3. τεχνολ. κάνω σημάδι με την πόντα εκεί όπου πρέπει να διατρηθεί ένα μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • πούντα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Πάρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου. * * * και πόντα και μπούντα, η, Ν 1. βαρύ πνευμονικό κρυολόγημα 2. άκρο ακρωτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. punta «άκρη, κρυολόγημα,… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»